Ἑκατικός

Ἑκατικός
Ἑκᾰτικός, ή, όν,
A of Hecate,

φάσματα Marin.Procl.28

;

λόγοι

Tab. Defix.Aud.

41

AII (written -ικίοις).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἑκατικός — of Hecate masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκατικόν — Ἑκατικός of Hecate masc acc sg Ἑκατικός of Hecate neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκατική — Ἑκατικός of Hecate fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑκατικήν — Ἑκατικός of Hecate fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στρόφαλος — ο, ΝΜΑ νεοελλ. 1. τεχνολ. το σημαντικότερο μετά τον τροχό μέσο μετάδοσης κινήσεως, στοιχείο μηχανισμού συνδεδεμένο κατά ορθή γωνία με άτρακτο που επιτρέπει τη μετατροπή τής περιστροφικής κίνησης σε ευθύγραμμη παλινδρομική κίνηση άλλων οργάνων με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”